σιριώ

σιριώ
Α
βλ. σεριῶ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σειριώ — σειριῶ, άω, ΝΑ, και σιριῶ Α [Σείριος] πάσχω από σειρίαση αρχ. 1. (για τον ήλιο) καταφλέγω, καίω 2. (για ίππο) πάσχω από τη νόσο σειρά* 3. (κατά τον Ησύχ.) «φλεγμαίνει καροῡται» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”